θριαμβικός

θριαμβικός
-ή, -ό (ΑΜ θριαμβικός, -ή, -όν, θηλ. και θριαμβίς)
[θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα»)
2. μεγαλοπρεπής
αρχ.
(για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο.
επίρρ...
θριαμβικώς και -ά (ΑΜ θριαμβικῶς)
κατά τρόπο θριαμβικό, μεγαλοπρεπώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θριαμβικός — triumphal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικός — ή, ό θριαμβευτικός: Θριαμβική αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριαμβικῶν — θριαμβικός triumphal fem gen pl θριαμβικός triumphal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικαῖς — θριαμβικός triumphal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικοῦ — θριαμβικός triumphal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικῆς — θριαμβικός triumphal fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικῇ — θριαμβικός triumphal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβική — θριαμβικός triumphal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικήν — θριαμβικός triumphal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικῶς — θριαμβικός triumphal adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”