- θριαμβικός
- -ή, -ό (ΑΜ θριαμβικός, -ή, -όν, θηλ. και θριαμβίς)[θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα»)2. μεγαλοπρεπήςαρχ.(για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο.επίρρ...θριαμβικώς και -ά (ΑΜ θριαμβικῶς)κατά τρόπο θριαμβικό, μεγαλοπρεπώς.
Dictionary of Greek. 2013.